- ἱκετεύων
- ἱκετεύωapproach as a suppliantpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
ԱՂԱՉԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0034 Chronological Sequence: Early classical ա. որպէս աղաչօղ. աղաչաւոր. ἰκετεύων supplicans *Ամենայն ուրեք կամաց աղաչելեացն ուշ ունէր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 1 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)